- δρύκαρπον
- δρῠ-καρπον, τό,A acorn or similar fruit, Lyc.83, Eust.773.49 (in pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δρύκαρπον — δρύκαρπον, το (AM) 1. ο καρπός τής βαλανιδιάς, το βαλανίδι 2. κάθε καρπός που μοιάζει με βαλανίδι … Dictionary of Greek
δρυκάρποις — δρύκαρπον acorn neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρυκάρπων — δρύκαρπον acorn neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρύκαρπα — δρύκαρπον acorn neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)